- κρέπι, το
- κρέπι, τo, και κρεπ,το (λ. γαλλ.)1. είδος μεταξωτού υφάσματος.2. είδος λεπτού μελανού υφάσματος.3. είδος καουτσούκ που χρησιμοποιείται για πέλμα παπουτσιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.